- τρωγαλιον
- τρωγάλιον(ᾰ) τό [τρώγω] тж. pl. десертные лакомства Pind., Arph., Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τρωγάλιον — τρωκτός to be gnawed masc acc sg τρωκτός to be gnawed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγάλι — το, Ν συν. στον πληθ. τα στραγάλια αλατισμένα και καβουρντισμένα ρεβίθια που καταναλώνονται ως ξηρός καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < αρχ. ἀστραγάλιον, υποκορ. τού ἀστράγαλος, ενώ κατ άλλους από αρχ. τρωγάλιον «εδέσματα που τρώγονται ωμά,… … Dictionary of Greek
τραγάλιον — τὸ, Μ το τρωγάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τρωγάλιον σχηματισμένος από το θ. τραγ τού ρ. τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν)] … Dictionary of Greek